- παντόφθαλμος
- παντ-όφθαλμος, ganz Auge
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
παντόφθαλμος — ον, Α αυτός που είναι γεμάτος μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + ὀφθαλμός (πρβλ. μον όφθαλμος)] … Dictionary of Greek
παντόφθαλμον — παντόφθαλμος all eyes masc/fem acc sg παντόφθαλμος all eyes neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντ(ο)- — και πανθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο θ. τής γεν. τού επιθ. πᾱς, παντός (και με τη μορφή πανθ αφομοιωτικά όταν το αρκτικό φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται) και έχει τη σημ. τού εξ ολοκλήρου, τού… … Dictionary of Greek